Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κωλαράς — ο, θηλ. κωλαρού αυτός που έχει εξογκωμένα οπίσθια, μεγάλο κώλο … Dictionary of Greek
κωλαράς — ο θηλ. κωλαρού αυτός που έχει μεγάλο κώλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)